- τεθμιον
- τέθμιοντό Pind. = τεθμός См. τεθμος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τέθμιον — θέσμιος fixed masc/fem acc sg (doric) θέσμιος fixed neut nom/voc/acc sg (doric) τέθμιος fixed masc acc sg (doric) τέθμιος fixed neut nom/voc/acc sg (doric) τέθμιος fixed masc/fem acc sg (doric) τέθμιος fixed neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμάζω — κωμάζω, δωρ. τ. κωμάσδω (Α) [κώμος] 1. περιέρχομαι στους δρόμους τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια με συνοδεία οργάνων, χορεύοντας και κάνοντας αστεία («νέοι κώμαζον ὑπ αὐλοῡ», Ησίοδ.) 2. συμμετέχω σε πανηγυρική πομπή, προς τιμήν τού Βάκχου ἡ προς… … Dictionary of Greek